- κομπαστικός
- -ή, -ό (Α κομπαστικός, -ή, -όν) [κομπαστής]αυτός που γίνεται με κομπασμό, με αλαζονεία, αλαζονικός.επίρρ...κομπαστικώς και -ά (Α κομπαστικῶς)με κομπασμό, αλαζονικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κομπαστικός — braggart masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπαστικόν — Κομπαστικός braggart masc acc sg Κομπαστικός braggart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπαστικήν — Κομπαστικός braggart fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπαστικῶς — Κομπαστικός braggart adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπαστικῷ — Κομπαστικός braggart masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπηρός — κομπηρός, ά, όν (ΑM) αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομπασμό, με υπερηφάνεια, κομπαστικός, αλαζονικός. επίρρ... κομπηρῶς περήφανα, κομπαστικά, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ηρός (πρβλ. οκν ηρός, σιωπ ηρός)] … Dictionary of Greek
κομπολόγημα — κομπολόγημα, τὸ (Μ) [κομπολογώ] αλαζονικός, κομπαστικός λόγος … Dictionary of Greek
κομπώδης — κομπώδης, ώδες (ΑM) [κόμπος (Ι)] 1. κομπαστικός, κενόδοξος («κομπωδεστέραν ἔχοντι τὴν προσποίησιν», Θουκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κομπῶδες κομπασμός, αλαζονεία. Επιρρ. κομπωδῶς (Α) με κομπαστικό τρόπο … Dictionary of Greek
λογοκόπημα — το 1. το να λέει κάποιος πολλά, κομπαστικά και ανούσια λόγια 2. ανούσιος ή κομπαστικός λόγος, μεγαλοστομία, καυχησιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοκοπῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
περιαυτολογικός — ή, ό / περιαυτολογικός, ή, όν, ΝΜ [περιαυτολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιαυτολογία, κομπαστικός. επίρρ... περιαυτολογικώς και ά / περιαυτολογικώς και ά, ΝΜ με περιαυτολογία, κομπαστικά … Dictionary of Greek